Καββούρας

Ο ποιητής Δημήτρης Κάββουρας.

Ζεις, για να θέλεις και να μπορείς.
Ζεις, όσο θέλεις και μπορείς.

Ο Δημήτρης Κάββουρας είναι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1932 και είχα την τύχη να γνωρίσω το έργο του, μέσα από μια ταινία μικρού μήκους, “Θέλω να πάρω κάτι από τα χέρια σου”, στην οποία πρωταγωνιστεί η Λίλα Μπακλεση. Μαγεμένη από τα ποιήματα που παρουσιάζονται στην ταινία αυτή, ακολουθώντας το πέρασμα των εποχών, αποφάσισα να ψάξω τον ποιητή που κρύβεται από πίσω. Έτσι άρχισα να εξερευνώ τα ποιήματα του Δημήτρη Κάββουρα και να βρίσκω μια ωραία συντροφιά σε αυτά.

ΚΑΤΙ

Θέλω να πάρω κάτι από τα χέρια σου
κάτι σαν κέντημα, σαν πέτρα, σα λουλούδι
τόσο απαλό κιʼ ωραίο που να μοιάζει σου
και νάναι απείραχτο απʼ του χρόνου τʼ άγριο χνούδι.
Νάναι πλεγμένο, θέλω, από τα χέρια σου
νάναι σαν κράξιμο απʼ τα δικά σου χείλη
κάτι σα δάκρυ απʼ την χλωμήν εικόνα σου
κάτι θαμπό σα φλόγα από καντήλι.
Θέλω από σένα κάτι̇̇ κι έχω φύλαγμα
τέτοιο, που ανέγγιχτο ό,τι δώσεις μου θα μείνει:
Έχω έναν ίσκιο στης καρδιάς τα τρίσβαθα
για των λευκών σου των χεριών την καλωσύνη.

«ΟΙΩΝΟΙ» (1959)

Από τα πιο ωραία ποιήματα του “στερνή φωνή”, αγγίζει το θέμα της ζωής και του θανάτου και το ποσό σημαντικό είναι να ζεις πραγματικά, καθώς το να υπάρχεις δεν σημαίνει πως είσαι και ζωντανός.

στερνή φωνή

Είναι πολλές της ζωής οι μονές
κι οι θάνατοι πολλοί.
Ένα χέρι φυτεύει το δέντρο
ένα χέρι το ορίζει.
Δίνει τον ήσκιο του
παρηγοριά των αποσταμένων.
Καρπίζει και φυλλώνει
ο μόχθος να πλερωθεί.
Μιας γενιάς θα γίνει το δέντρο της ζωής
μιας πολιτείας το σύνορο.

Είναι πολλές της ζωής οι μονές
κι οι θάνατοι πολλοί.
Ένας χειμώνας
που δεν ξυπνάει του Μάρτη το πρωινό
ένα τσεκούρι ανελέητο,
η φωτιά.
Στη ζωή και στο θάνατο
ωραίο, ανθρώπινο, αγαθό.

Όπως ζει κανείς, πεθαίνει.
Έτσι ο θάνατος έρχεται νωρίτερα
για το πουλί που δεν κελαδεί
για το μύλο που δεν γυρίζει
για το στάχυ που δεν καρπίζει
για το μαχαίρι που στομώνει
για το σουραύλι που σιωπά.

Μην αρνηθούμε τούτο το αγαθό
πούχει δέσει κόμπο την καρδιά του ανθρώπου
για να χτυπάει
για κάποιο στη ζωή σκοπό.

Αυτόν τον άνθρωπο, ήθελα να πω,
αν δεν του απλώσουμε τα φτερά
αν του μαγκώσουμε τη φτερωτή
αν του σπάσουμε τις χορδές
τον σκοτώνουμε.

Ζεις, για να θέλεις και να μπορείς.
Ζεις, όσο θέλεις και μπορείς.

Και εννοείται η “ΑΜΗΧΑΝΙΑ”, ένα ποίημα που οι ποιητές και γενικά όσα άτομα γράφουν και έχουν διαρκώς νέες ιδέες, θα ταυτιστούν ιδιαίτερα με το ποίημα αυτό.

ΑΜΗΧΑΝΙΑ

Το χαρτί τελειώνει̇̇̇ το μολύβι μου
άφησε κιʼ αυτό την τελευταία του πνοή̇
νυχτώνει και δεν έχω φως. Και τώρα
τι γίνεται; Τώρα, θεέ μου, συγκράτησέ με̇
τώρα μη μου κατεβάσεις καμιά καλή ιδέα
και δεν έχω τι να την κάνω.


Ο ποιητής Δημήτρης Κάββουρας. was originally published in Book Community on Medium, where people are continuing the conversation by highlighting and responding to this story.

Άρθρα δημιουργήθηκαν 6

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά άρθρα

Ξεκινήστε να γράφετε τον όρο αναζήτηση επάνω και πατήστε enter για Αναζήτηση. Πατήστε ESC για ακύρωση.

Επιστροφή επάνω